Σκέψου ότι ζεις σε μια γειτονιά παλαιού τύπου. Από αυτές που βλέπεις στις ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες, ας πούμε -Λατέρνα, Φτώχεια και Φιλότιμο . Έχεις τώρα σε αυτή τη γειτονιά ένα μπακάλικο -το αφεντικό του μαγαζιού, χοντρός αντιπαθέστατος αλλά αναγκαίος επειδή φέρνει τα πάντα, παστέλια, μαντολάτα, απορρυπαντικά, τρόφιμα, τσιγάρα -διαθέτει και τηλέφωνο «δια το κοινόν». Έχει και υπαλλήλους διάφορους ο χοντρός, βάλτους κι αυτούς στην ιστορία.
Τι κάνει λοιπόν ο χοντρός; Αγοράζει κοψοχρονιά και πουλάει σε τσιμπημένες τιμές, κλέβει και στο ζύγι -κονομάει γενικώς. Και όσο κονομάει, τόσο αγοράζει κι όσο αγοράζει, τόσο πουλάει όλο κι ακριβότερα -κονομάει χονδρικώς. Πουλώντας λιανικώς. Έχει φτιάξει τώρα ο χοντρός ένα κομπόδεμα μεγαλύτερο από τη μπάκα του. Τι να το κάνει; Οι τράπεζες δε δίνουν καλά επιτόκια, με τοκογλυφίες δε θέλει να μπλέκει καθότι επίφοβα πράγματα, για την πάρτη του δε γουστάρει να ξοδέψει επειδή τυγχάνει ολιγαρκής καρμίρης ο χοντρός -σκέφτεται λοιπόν, σπάει την κεφάλα του, τι να το κάνει το μπαγιόκο. «Ρε δεν ανοίγω ακόμα ένα μπακάλικο -να κονομάω από δυο πάντες;» λέει στο τέλος.
Τώρα υπάρχουν δυο μπακάλικα στη γειτονιά, μόνο που οι τιμές δεν πέφτουν (χαζός είναι ο χοντρός να τις ρίξει; αφού μόνος του κάνει παιχνίδι), αντιθέτως, λόγω εξόδων της αναπτυσσόμενης επιχείρησης (του χοντρού), οι τιμές ανεβαίνουν. Τι γίνεται μετά; Τι να γίνει; Μεροκαματιάρηδες οι άνθρωποι της γειτονιάς, δεν διαθέτουν κανένα μηχάνημα να κόβει αβέρτα χρήματα -οπότε δεν μπορούν πλέον να αγοράσουν τα εμπορεύματα του χοντρού. Πέφτουν τα έσοδα ανεβαίνουν τα έξοδα -τρελαίνεται ο χοντρός! Τι θA απογίνει; Αποφασίζει να ανοίξει μπλοκάκι με βερεσέδια, καλύτερα να του χρωστάνε παρά να σαπίζει το εμπόρευμα στα ράφια. Αναθαρρεύουν λοιπόν οι μεροκαματιάρηδες της γειτονιάς κι αρχίζουν να ψωνίζουν όλο και περισσότερα με βερεσέ -το μπλοκάκι του χοντρού γίνεται κανονικός τηλεφωνικός κατάλογος.
Ξυπνάει, που λες, ένα πρωί ο χοντρός μέσα στον ιδρώτα. «Ρε τι γίνεται εδώ; Έχω καταντήσει να μου χρωστάνε μέχρι και τα καναρίνια το καναβούρι τους -που θα πάει αυτή η κατάσταση; Δεν έκανα καλά να ξανοιχτώ τόσο πολύ -άσε που ψυλλιάζομαι ότι οι μπαταξήδες της γειτονιάς δεν θα έχουν να με ξεχρεώσουν στον αιώνα τον άπαντα». Τι σκαρφίζεται λοιπόν ο μπακάλης ο χοντρός; Πάει στον γερο-τσιφούτη της γειτονίας, τον σιχαμερό που δανείζει με τόκους δέκα φορές πάνω από το νόμιμο. « Γερο-Λαδά αδερφέ μου, σώσε με! » παρακαλάει ο χοντρός. «Ξανοίχτηκα με τα βερεσέδια – κάνε κάτι να έρθω στα ίσα μου γιατί οι προμηθευτές πιέζουν κι εγώ μόνο το μπλοκάκι έχω!» Ο τσιφούτης την έχει από καιρό ανθιστεί τη φτιάξη, καθότι παλιός στο επάγγελμα και στην οικονομική ανάλυση. Αγοράζει λοιπόν το μπλοκάκι του χοντρού (κοψοχρονιά φυσικά) και όλα μέλι-γάλα.
Τώρα, αυτό το μπλοκάκι με τα βερεσέδια πρέπει κάπως να κλείσει -αλλά ο τσιφούτης είναι λεπτοκαμωμένο άτομο, καχεκτικό και φιλάσθενο ας πούμε. Φωνάζει λοιπόν κάτι καλόπαιδα της γειτονιάς, με πτυχία και περγαμηνές από τα καλύτερα Σωφρονιστικά Ιδρύματα της χώρας και τους ξηγιέται. «Φέρτε μου τα φράγκα κι από ότι μαζεύετε, 2% δικά σας». Ξαμολιούνται τα παιδιά, απειλούν, δέρνουν, σπάνε -κάτι μαζεύουν. Φτιάχνει την πρώτη μπάζα ο τσιφούτης αλλά είναι ακόμα παθητικός. Το μπλοκάκι ούτε που αδυνάτισε καθόλου, τετράπαχο παραμένει. Πάει λοιπόν στα δικαστήρια και τις αστυνομίες. «Βοηθήστε με καλοί μου άνθρωποι, φτωχός είμαι, το κομπόδεμά μου δάνεισα και τώρα δε με πληρώνουν επειδής είμαι γέρος κι ανήμπορος!» Φιλότιμοι οι σταυρωτήδες κάνουνε μια έτσι και ξεσπιτώνουν ένα κάρο κόσμο, αφού οι έρημοι οι άνθρωποι δεν έχουν να πληρώσουν. Κάθεται τώρα ο τσιφούτης και ξαναμετράει. Τι πήρε; Λίγα λεφτά και μπόλικα χαμόσπιτα. Ούτε καν τα χρήματα που έδωσε στον χοντρό μπακάλη δεν έπιασε, τραβάει τις αραιές τρίχες που του έχουν απομείνει ο τσιφούτης. «Πως την πάτησα με τον κανάγια! Που, ακόμα και σκλάβους να τους πουλήσω όσους είναι εδώ μέσα στο μπλοκάκι -τα λεφτά μου δεν θα τα βγάλω!»
Από την άλλη πλευρά ο μπακάλης έχει πέσει στα μαύρα πανιά. Γιατί όσα του έδωσε ο τσιφούτης δε φτάνουν ούτε για «ζήτω» -έχει ξανοιχτεί πολύ, έχει τιγκάρει τις αποθήκες σε εμπόρευμα, χρωστάει στους προμηθευτές και ο κόσμος δεν περνάει να ψωνίσει ούτε λουμίνια για το καντήλι. Πώς να περάσουν; Αφού δεν τους έχει μείνει ούτε κεραμίδι να βάλουν πάνω από το χάλι τους, να μην τους βλέπουν τα σύννεφα και τους φτύνουν καταιγιστικά, που λέει ο λόγος. Αρχίζει λοιπόν τις απολύσεις ο μπακάλης -την πληρώνουν οι μπακαλόγατοι και το παράρτημα ειδών μπακαλικής, μπας και σωθεί η επιχείρηση.
Έχουμε τώρα έναν τσιφούτη στα πρόθυρα αυτοκτονίας, έναν μπακάλη στα πρόθυρα εμφράγματος και τους μεροκαματιάρηδες δυο-τρία χιλιόμετρα βαθύτερα από τα πρόθυρα, στα υστερόθυρα, Καθαρτηρίου και Κολάσεως γωνία, για την ακρίβεια. Επειδή όμως τέτοια πράγματα δεν πρέπει να συμβαίνουν σε μια ευυπόληπτη κοινωνία, παρεμβαίνει το κράτος, να βάλει τάξη. Γιατί άνευ τσιφούτη δεν κινείται το χρήμα, άνευ μπακάλη δεν εισάγονται φουά γκρα και άνευ μεροκαματιάρηδων δεν εισπράττονται φόροι για να αγοραστεί το φουά γκρα -με νιώθεις;
Ερώτηση: τι πρέπει να κάνει το κράτος στη συγκεκριμένη περίπτωση; Τι μέτρα πρέπει να πάρει; Απαντήστε και εισπράττετε την βάσην ας πούμε!
Απαντήσεις που δώθηκαν από τυχάρπαστους φωστήρες της μπακαλικής:
1.Μειώνει τους φόρους το κράτος, οπότε περισσεύουν χρήματα στους φτωχομεροκαματιάρηδες και ξεχρεώνουν το μπακάλη και τον τσιφούτη.
Σχόλιο: Αγαπητό μου παιδί, μάλλον διαβάζεις πολλές ιστορίες του Έκτορος Μαλό και της Μυρτώς Κοντοβά -δεν εξηγείται αλλιώς τόση απλοϊκότης! Και τι είναι βρέ το κράτος που θα μειώσει τους φόρους; Σύλλογος προστασίας αναξιοπαθούντων μισθωτών; Πως θα ζήσει το κράτος; Εδώ αυτά που παίρνει και δεν του φτάνουν -εσύ προτείνεις μείωση; Aσε που, αν περισσέψουν λεφτά οι φτωχοί, σιγά μην πάνε να ξεχρεώσουν! Θα αγοράσουν ένα κάρο ανοησίες και θα βρεθούν ακόμα πιο χρεωμένοι -έτσι όπως ακριβώς κάνουν τα τελευταία χρόνια! Ξαναπέρνα το Σεπτέμβρη με τον κηδεμόνα σου αγαπητό μου παιδί.
2. Ξεχρεώνει το κράτος τα χρωστούμενα από την τσέπη του και τα κρατάει λίγα-λίγα από τα μισθά των φτωχώνε.
Σχόλιο: Από τον προηγούμενο αντέγραψες και άλλαξες λίγο το συμπέρασμα για να μη σε πάρουν είδηση; Βρέ μπούφε αφού και το κράτος από τον τσιφούτη δανείζεται, πού θα βρει λεφτά να τον ξεχρεώσει;
3. Αφήνει το κράτος τον τσιφούτη και τον χοντρό να ψοφήσουν επειδή κάνανε ανοησίες και ανοίγει ένα δικό του μπακάλικο μαζί με μια κρατική τσιφουτερί για να βολευτεί ο κοσμάκης. Σχόλιο: Μόνο που πρώτον αν ψοφήσει το κεφάλαιο ποιος θα χρηματοδοτεί τους βουλευτές να βουλεύονται και τους υπουργούς να υποεργάζονται; Κατά δεύτερον, φαίνεται ότι αριστερίζεις και η ιστορία σε έχει καταδικάσει στο πυρ το εξώτερον! Ξαναπέρνα το Σεπτέμβρη που θα έχει τελειώσει η τουριστική περίοδος και θα ξαναλειτουργήσουμε τη Μακρόνησο, να δούμε τι θα κάνουμε με σένα.
4. Αγοράζει το κράτος ένα ολοκαίνουργο τεφτέρι, λευκό σαν αθώα περιστερά και το δίνει στον χοντρό. Δίνει κι ένα στον τσιφούτη για να μη γκρινιάζει. Και τους λέει «μην ανησυχείτε, εγώ είμαι εδώ -γράψτε κατά βούληση, εγγυώμαι εγώ τα λεφτά σας».
Σχόλιο: Να συλληφθεί πάραυτα ο γράψας την παραπάνω τούφα και να του απαγγελθούν επιτόπου κατηγορίες περιύβρισης αρχής, παρακώλυσης συγκοινωνιών, σύστασης συμμορίας καθώς και κατανάλωσης ψυχότροπων ουσιών εν ώρα μαθήματος. Σύμφωνοι;
Στο ξεκίνημα της παγκόσμιας κρίσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος, σύμπασα η ανθρωπότης προσκύνησε τον προφήτη Γκόρντον Μπράουν που είχε την έμπνευση να «δανείσει» χρήματα στις τράπεζες, βάζοντας πόδι στους διοικητικούς τους μηχανισμούς, προκειμένου να εκτονωθεί η κρίση. Αυτό έγινε στην Αγγλία και οι ηγέτες των υπόλοιπων χωρών έσπευσαν να κάνουν το ίδιο. Σήμερα όλο και περισσότεροι πολιτικοί ηγέτες μπερδεύονται στο άκουσμα του παραπάνω ονόματος. Η συνήθης αντίδραση είναι του στυλ «Μπράουν; Aι θινκ χι ιζ εν οβερεστιμέιτεντ πλέιερ Παντελής Μπράουν ιζ φορ δε μπάζα άι τελ γιου». Κοντολογίς, όλο και περισσότεροι θέλουν να ξεχάσουν τη βλακεία του Γκόρντονα του Καφέ. Γιατί;
Διότι το πρόβλημα ήταν το πλεόνασμα παραγωγής που κυκλοφόρησε στην αγορά και η οικονομική αδυναμία των καταναλωτών να το απορροφήσουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου